- αισχροκερδής
- -ής, -έςγεν.-ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που κερδίζει παράνομα: Ήταν ένας από τους πιο αισχροκερδείς εμπόρους της αγοράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αἰσχροκερδής — sordidly greedy of gain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκερδής — ές (Α αἰσχροκερδής) νεοελλ. αυτός που επιτυχαίνει αθέμιτα κέρδη αρχ. αυτός που επιζητεί αισχρά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + κερδής < κέρδος. ΠΑΡ. αισχροκέρδεια, αισχροκερδώ] … Dictionary of Greek
αἰσχροκέρδης — αἰσχροκερδέω to be sordid imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδῆ — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδές — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem voc sg αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδοῦς — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδέσι — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδέστατοι — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδῶς — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκερδώ — ( έω) (Α αἰσχροκερδῶ) [αἰσχροκερδής] είμαι αισχροκερδής, ασκώ αισχροκέρδεια, πραγματοποιώ αθέμιτα κέρδη … Dictionary of Greek